- σφόνδυλος
- Όργανο περιστρεφόμενο, που διαθέτει μεγάλη ροπή αδρανείας ως προς τον άξονα περιστροφής. Για να επιτευχθεί η μέγιστη τιμή της ροπής αδρανείας με ίση μάζα, ο σ. κατασκευάζεται γενικά σε σχήμα τροχού με πολύ βαριά την εξωτερική στεφάνη. Η ειδική λειτουργία του σ. είναι να αποθηκεύει κινητική ενέργεια, όταν η ταχύτητα περιστροφής του κινητήρα με τον οποίο συνδέεται τείνει v’ αυξηθεί. Όταν η ταχύτητα αυτή τείνει να μειωθεί, ο σ. αποδίνει την αποθηκευμένη ενέργεια. Χρησιμοποιείται, δηλαδή, ως ρυθμιστής της ταχύτητας περιστροφής και ιδιαίτερα στους παλινδρομικούς κινητήρες (κινητήρες εσωτερικής καύσης, Ντήζελ κλπ.) με σκοπό να μειώσει την κυκλική ανωμαλία που χαρακτηρίζει τους κινητήρες αυτών των τύπων. Ο σ. χρησιμοποιείται επίσης και στις μηχανές που λειτουργούν με διακοπές (έλαστρα, εκτυπωτικές, πρέσες δια διωστήρος κλπ.)· στις περιπτώσεις αυτές αποθηκεύει, σε μικρό σχετικά χρόνο, σημαντική ποσότητα ενέργειας, την οποία αποδίδει τη στιγμή που η μηχανή εκτελεί την κατεργασία· έτσι οι μηχανές αυτές, ενώ απαιτούν ψηλή στιγμιαία ισχύ, μπορούν να λειτουργούν με κινητήρες μικρής ισχύος.
* * *ο, ΝΜΑβλ. σπόνδυλος.
Dictionary of Greek. 2013.